αὐτόφως

αὐτόφως
αὐτό-φως, ωτος, τό,
A very light,

ὁ ἥλιος αὐ. ἐστὶ καὶ πηγὴ φωτός Herm.in Phdr.p.118A.

, cf. Dam. Pr.29, Aen.Gaz.Thphr.p.52B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοφώς — αὐτοφῶς και αὐτόφως, το (Μ) (για τον Θεό ή τον ήλιο) 1. το ίδιο το φως 2. το αληθινό ή απόλυτο φως …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”